αλληλεπίδραση

αλληλεπίδραση
Αμοιβαία δράση η οποία ασκείται μεταξύ σωμάτων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Από μακροσκοπική άποψη τέτοιες δράσεις εμφανίζονται με μορφή δυνάμεων που ασκούνται με ομογενή φυσικά χαρακτηριστικά (μάζες, φορτία). Σε ατομική κλίμακα συμβαίνουν α. χαρακτηριστικές των στοιχειωδών σωματιδίων. Μερικές από αυτές γίνονται αφετηρίες διαδικασιών κατά τις οποίες τα σωματίδια που δέχονται την α. μετασχηματίζονται σε άλλα. Όσον αφορά τις α. του πρώτου είδους, έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τα αντικείμενα να πέφτουν στη Γη και είναι εύκολο να σκεφτόμαστε ότι αυτό συμβαίνει επειδή η Γη τα έλκει. Στην πραγματικότητα και η Γη έλκεται από τα αντικείμενα με μια δύναμη ίσου μεγέθους, και μόνο εξαιτίας της τεράστιας μάζας της εμποδίζεται να υποστεί μια αισθητή μετατόπιση προς τα αντικείμενα αυτά. Εάν τοποθετήσουμε κατά μέτωπο δύο μαγνήτες ίσης μάζας, αυτοί, μόλις αφεθούν ελεύθεροι, θα κινηθούν μέχρι να συναντηθούν στη μέση της απόστασης που τους χωρίζει. O όρος δύναμη αντικαθιστά όλο και πιο συχνά τον όρο α. στην έκφραση αυτού του αμοιβαίου χαρακτήρα των δράσεων μεταξύ των σωμάτων. O Ισαάκ Νεύτων ανακάλυψε ότι οι κινήσεις των πλανητών γύρω από τον Ήλιο και οι κινήσεις των δορυφόρων γύρω από τους πλανήτες μπορούν να ερμηνευτούν με τη δράση της ίδιας δύναμης με αυτή που προκαλούσε την πτώση των σωμάτων (βαρύτητα). Αργότερα, o Κουλόμπ ανακάλυψε ότι ακόμα και η ηλεκτροστατική α. ρυθμίζεται από έναν ανάλογο νόμο. Στον αιώνα μας έχουν ανακαλυφθεί πολλές άλλες μορφές α., αλλά δύο βασικά γεγονότα απλοποιούν την κατανόησή τους: α) οι α. μεταξύ σωμάτων είναι δυνατόν να ληφθούν ως το άθροισμα των α. μεταξύ των στοιχειωδών σωματιδίων που τα αποτελούν· β) όλες οι α. μεταξύ σωματιδίων μπορούν να καταταγούν σε τέσσερις διαφορετικές τάξεις: ισχυρές, ηλεκτρομαγνητικές, ασθενείς και α. βαρύτητας. Τόσο οι δυνάμεις βαρύτητας όσο και οι ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις είναι αντιστρόφως ανάλογες προς το τετράγωνο της απόστασης· τα σώματα λοιπόν εξακολουθούν να αλληλεπιδρούν, έστω και ασθενέστερα, ακόμα και σε μεγάλες αποστάσεις (π.χ. ο Ήλιος και οι πλανήτες). Η ακτίνα δράσης των ηλεκτρομαγνητικών δυνάμεων και των δυνάμεων βαρύτητας δεν έχει λοιπόν σαφές όριο και αυτές οι δυνάμεις εμφανίζονται σε μακροσκοπική κλίμακα. Οι άλλοι δύο τύποι των α., οι ισχυρές και οι ασθενείς, έχουν αντίθετα ακτίνα δράσης περιορισμένη στις διαστάσεις των σωματιδίων, περίπου 1.013 εκ., και είναι η αιτία των πυρηνικών δυνάμεων (πυρήνας) και των φαινομένων των ραδιενεργών μεταπτώσεων (ραδιενέργεια). Οι χαρακτηρισμοί: α. ηλεκτρομαγνητικές, ασθενείς, ισχυρές, βαρύτητα, αναφέρονται στις α. και όχι στις πραγματικές ιδιότητες των σωματιδίων. Η α. βαρύτητας είναι παγκόσμια, δηλαδή είναι κοινή σε όλα τα σώματα· η ηλεκτρομαγνητική α. είναι κοινή σε όλα τα φορτισμένα ηλεκτρικά σώματα, ενώ τα βαριόνια και τα μεσόνια αλληλεπιδρούν είτε ισχυρά είτε ασθενικά και τα λεπτόνια αλληλεπιδρούν μόνο ασθενικά. Σχηματική παράσταση μερικών τύπων αλληλεπιδράσεων. Πάνω, αλληλεπίδραση βαρύτητας μεταξύ δύο μαζών. Στο κέντρο, ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση μεταξύ ενός αγωγού που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα και ενός μαγνήτη. Κάτω, δύο παραδείγματα ασθενών αλληλεπιδράσεων, που αφορούν υποατομικά σωματίδια. Το πρώτο αναπαριστά τη μετάπτωση ενός μ - μεσονίου, το δεύτερο την αντίδραση μεταξύ ενός ηλεκτρονίου και ενός πρωτονίου με ταυτόχρονο σχηματισμό ενός νετρονίου και ενός νετρίνου.
* * *
η
αμοιβαία επίδραση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα έμψυχα ή άψυχα όντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο)-* + επίδραση. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. interaction
πρέπει να σημειωθεί ότι στην Κοινωνιολογία και την Ψυχολογία ο αγγλ. όρος interaction έχει αποδοθεί και ως αλληλόδραση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλληλεπίδραση — η η αμοιβαία υλική, ηθική κτλ. επίδραση: Μεταξύ εργατών και εργοδοτών υπάρχει αλληλεπίδραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασθενής αλληλεπίδραση — Ένας από τους τέσσερις γνωστούς τύπους θεμελιωδών αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στα στοιχειώδη σωμάτια. H α.α. είναι ασθενέστερη από την ισχυρή (κατά έναν παράγοντα περίπου 1012) και την ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση και πολύ πιο ισχυρή από την… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • σύζευξη — η / σύζευξις, εύξεως, ΝΑ [συζεύγνυμι / συζευγνύω] 1. ένωση με γάμο, γάμος, παντρειά, πάντρεμα 2. (για πράγμ.) στενή σύνδεση, συνένωση, συναρμογή νεοελλ. 1. βιολ. συνάντηση και σεξουαλική επαφή μεταξύ δύο ατόμων διαφορετικού φύλου προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητόσφαιρα — Περιοχή του κοσμικού διαστήματος γύρω από έναν πλανήτη στην οποία τα ιονισμένα σωμάτια βρίσκονται υπό την επίδραση κυρίως του μαγνητικού πεδίου του πλανήτη παρά του μαγνητικού πεδίου του Ήλιου που μεταφέρεται με τον ηλιακό άνεμο. Η διαμόρφωση της …   Dictionary of Greek

  • Μίνσκι, Μάρβιν — (Marvin Minsky, Νέα Υόρκη 1927 –). Αμερικανός ηλεκτρολόγος μηχανικός, επιστήμονας ηλεκτρονικών υπολογιστών. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και του Πρίνστον και στη συνέχεια δίδαξε στις σχολές Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, Επιστήμης Υπολογιστών… …   Dictionary of Greek

  • Ντιούι, Τζον — (John Dewey, Μπάρλινγκτον, Βερμόντ 1859 – Νέα Υόρκη 1952). Αμερικανός φιλόσοφος. Δίδαξε φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Μινεσότα (1888 – 1889), του Μίσιγκαν (1889 94), του Σικάγου (1894 – 1904) –όπου υπήρξε διευθυντής του School of Education– και …   Dictionary of Greek

  • -άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”